- επακτήρ
- ἐπακτήρ, ο (Α)1. ο επάγων κύνας, κυνηγός («οἱ δ' ἐς βῆσσαν ἵκανον ἐπακτήρες», Ομ. Οδ.)2. αλιέας, ψαράς.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ακ- (< αγ- θ. τού άγω) + τηρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπακτήρ — hunter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτῆρας — ἐπακτήρ hunter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτῆρες — ἐπακτήρ hunter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτῆρσιν — ἐπακτήρ hunter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτήρεσι — ἐπακτήρ hunter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτήρεσιν — ἐπακτήρ hunter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτήρεσσι — ἐπακτήρ hunter masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτήρεσσιν — ἐπακτήρ hunter masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτήρων — ἐπακτήρ hunter masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επακτρεύς — ἐπακτρεύς, ο (Α) βλ. επακτήρ 1. κυνηγός 2. ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ακ (< αγ θ. τού άγω) + τρευς] … Dictionary of Greek